κεφαλοπονώ

κεφαλοπονώ
κεφαλοπονώ και κεφαλοπονάω έχω πονοκέφαλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλοπονώ — και άω (Μ κεφαλοπονώ) [κεφαλόπονος] 1. έχω κεφαλαλγία, υποφέρω από πονοκέφαλο 2. μτφ. νοιάζομαι πολύ, ανησυχώ, σκοτίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”